- άσημος
- -η, -ο (AM ἄσημος, -ον) [σήμα]1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείοαρχ.-μσν.ως ουσ. τὸ ἄσημοντο ασήμι, ο άργυροςαρχ.1. ο άργυρος ή ο χρυσός που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα2. ο άμορφος, ο ασχημάτιστος3. ο δυσδιάκριτος, αυτός που δεν αφήνει ίχνη4. (για χρησμό ή θυσία) ο ακατάληπτος, ο ασαφής.
Dictionary of Greek. 2013.